Για τον σχολικό εκφοβισμό και τη δράση συμμοριών ανηλίκων
Διαβάζω τήν εἴδηση πού δημοσιεύτηκε πρόσφατα σέ πολλές ἐφημερίδες: «Κοινωνική μάστιγα ὁ σχολικός ἐκφοβισμός. Σοκάρει ἡ δράση συμμοριῶν ἀνηλίκων προκαλώντας ἔντονη ἀνησυχία τῶν γονιῶν πού βλέπουν τά παιδιά τους νά κινδυνεύουν σέ επεισόδια πού γίνονται ἐκτός τοῦ σχολικοῦ περιβάλλοντος.
Μαθητές καί ἐξωσχολικοί μέ στόχο τήν "κυριαρχία" στήν περιοχή, μετά τά μαθήματα δημιουργοῦν ἐπεισόδια μέ ξύλα, καδρόνια καί λοστούς. Τά στοιχεῖα κάνουν λόγο γιά ἀνήλικους, ἀκόμα καί ἀπό τήν ἡλικία τῶν 13 ἕως καί 17 ἐτῶν πού ὀργανώνονται σέ "συμμορίες" καί προβαίνουν σέ παραβατικές συμπεριφορές.
Νέο ἄγριο ἐπεισόδιο, σημειώθηκε χθές, μέ συμμορίες ἀνηλίκων αὐτή τή φορά στά νότια προάστια. Δύο ὁμάδες ἀνηλίκων, σύμφωνα μέ τήν Ἀστυνομία ἀπό τό Ἑλληνικό καί τή Γλυφάδα, "πλακώθηκαν" στό ξύλο μέ καδρόνια καί λοστούς μέ ἀποτέλεσμα, δύο ἀνήλικοι νά μεταφερθοῦν στό Ἀσκληπιεῖο Βούλας καί ἔξι ἄτομα νά συλληφθοῦν ἀντιμετωπίζοντας βαρύτατες κατηγορίες».
Νά ρωτήσουμε τό ὑπουργεῖο Ἐκπαίδευσης, καί ὄχι Παιδείας, ποῦ ὀφείλεται ἡ κοινωνική μάστιγα τῆς ἀποθηριώσεως τῶν μαθητῶν; Νά ἐρωτηθοῦν οἱ πολιτικοί ἀρχηγοί, «τί πταίει», οἱ ὑπεύθυνοι ἐκπαίδευσης τῶν κομμάτων. Τά δικά τους πορφυρογέννητα βλαστάρια δέν φοιτοῦν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, στά δημόσια σχολεῖα, ἀλλά στά κολέγια μέ προορισμό τά ὀνομαστά πανεπιστήμια τῆς ἀλλοδαπῆς. Γιατί «ἔξω ἀπ’ τόν χορό πολλά τραγούδια λές».
Οἱ ἴδιοι ἐξάλλου –καί οἱ οἰκογένειές τους- εἶναι ἀπρόσιτοι. Δέν κυκλοφοροῦν μέ «λαϊκά μέσα» συγκοινωνίας, κινοῦνται μέ ἀλεξίσφαιρα ὀχήματα, ἐν μέσω κουστωδίας σωματοφυλάκων, οἱ κατοικίες τους, κάπου βόρεια προάστια -ἐκεῖ δέν ὑπάρχει παραβατικότητα- φρούρια ἀπροσπέλαστα.
Φταίει ἡ οἰκονομική κρίση; Μά ἀπό τίς πρῶτες τάξεις τοῦ δημοτικοῦ τό βλέπουμε στά σχολεῖα, τά παιδιά «δωροδοκοῦνται» μέ κινητό, πού συνεπάγεται ἔξοδα καί σπατάλες περιττές. Τί λείπει ἀπό τά παιδιά; Τίποτε. Ἡ χειρότερη καταδίκη. Νά τά ἔχουν ὅλα. Καί παιχνίδια καί ροῦχα καί ὡραιότατα παιδικά δωμάτια καί χαρτζιλίκι. Στό σχολεῖο δεξιότητες καί εἰκαστικά καί θεατρικές ἀγωγές καί ξένες γλῶσσες, πρίν ἀκόμη ψελλίσουν τήν μητρική τους λαλιά, ἀντικείμενα διδακτικά καί «δράσεις», ὧν οὐκ ἐστιν ἀριθμός. Καί φροντιστήρια καί μπαλέτα καί μουσικές σπουδές καί καράτε καί «βαράτε», τά πάντα.
Τί τούς λείπει; Γιατί ἀγρίεψαν, λοιπόν, τά «παιδιά τῆς Ἑλλάδος»; Μιλᾶς μέ μεγαλύτερους καί νοσταλγοῦν μέ πίκρα καί ἀναπολοῦν τά παιδικά τους, μαθητικά χρόνια, παρακολουθώντας μέ φρίκη τήν τωρινή ἐξαλλοσύνη καί παράνοια. Μέ τήν παπαδιαμάντειο «ἔντιμον πενία» στό σπίτι, μέ τούς αὐστηρούς, ἀλλά ἀκλόνητους σέ ἀξίες καί ἀρετές γονιούς μας, «τούς κύρ Γιάννηδες καί τίς κυρά Μαρίες» πού λέει καί ὁ Ἐλύτης στό «Ἐν λευκῶ», ἀρχοντικοί ἄνθρωποι σάν τόν Ἀβραάμ, μέ τόν εὐλογημένο κόπο στά χωράφια τῶν πατεράδων μας, ὅσοι –δόξα τῷ Θεῶ- γεννηθήκαμε σέ χωριά, μέ τούς καλούς μας δασκάλους πού τούς σέβονταν ὅλο τό χωριό ἤ ἡ συνοικία καί ἀνασηκώνονταν οἱ γιαγιάδες μας γιά νά τούς καλησπερίσουν. («Νά νοσταλγεῖς τόν τόπο σου, ζώντας στόν τόπο σου, τίποτε δέν εἶναι πιό πικρό», γράφει ὁ Σεφέρης).
Ἄν ἔτρωγες καμμιά φάπα στό σχολεῖο καί ἔκανες τό σφάλμα νά τό ὁμολογήσεις στό σπίτι, δέν θά ἔσπευδε τήν ἄλλη μέρα στό σχολειό ἡ θιγμένη «μαμά σου», ἡ καθηλωμένη νυχθημερόν στό διαδίκτυο κυρά- Κατίνα τῆς γειτονιᾶς, γιά νά ζητήσει τόν λόγο ἀπό τόν δάσκαλο, ἀλλά δεχόσουν ράπισμα καί «ἐπί τήν δεξιάν σιαγόνα», γιατί τό θεωροῦσαν ἀτιμωτικό γιά τήν οἰκογένεια, φταῖς δέν φταῖς, νά καταφύγει ὁ δάσκαλος στό «...ξύλον τῆς γνώσεως». Καί λειτουργοῦσε ὁ κοινωνικός ἔλεγχος. Ἄν συναναστρεφόσουν μέ «παραβατικούς», θά προειδοποιοῦσε ὁ γείτονας, ὁ συγγενής, τήν οἰκογένεια. Καί ὁ πατέρας θά σέ «κανόνιζε»: (Ἡ πάνσοφος γλώσσα μας!! «Κανονίζω», βάζω κανόνα – κανόνας εἶναι ὁ χάρακας- θέτω ἴσια γραμμή, νουθετῶ, ρῆμα πού ἐσωκλείει στά φυλλώματά του ὅλη τήν Παράδοσή μας).
«Μήν σέ δῶ νά κάνεις παρέα μ' αὐτήν τήν κοπριά, γιατί θά σέ κόψω τά ποδάρια». Ἐκεῖνοι οἱ ἀγράμματοι, ἀλλά βαθιά μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἤξεραν ἐμπειρικῶς ὅτι οἱ παρέες καταστρέφουν τά παιδιά. Δέν προβληματίζονταν ἀπό καταστρεπτικά ἐφευρήματα περί ρατσισμοῦ καί κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ, τίς πολυπολιτισμικές σαπουνόφουσκες καί λοιπές ἀνοησίες πού δηλητηριάζουν τήν οἰκογένεια. Τράνευαν γερά παιδιά καί ὄχι ἀνηλίκους, ὑποψήφια μέλη συμμοριῶν. Τούς ἀκούγαμε καί τώρα τούς μακαρίζουμε καί φιλᾶμε μέ σέβας τό χέρι τους ἤ ἀνάβουμε τό καντήλι στό μνῆμα τους. (Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρός μαθητής στό χωριό μου, στό Μοσχοχώρι Πιερίας, ξέμεινε ὁ δάσκαλός μας ἀπό τήν τιμωρητική βέργα, τήν βίτσα ὅπως τήν λέγαμε. Μοῦ ἀνέθεσε νά τοῦ φέρω ἀπό τό σπίτι. Ἤμουν ἀπό τούς λίγο ζωηρούς. Στά σπίτια ὑπῆρχε ἀπόθεμα. Κατά προτίμηση οἱ βίτσες ἦταν ἀπό ξύλο κρανιᾶς, σιδερόξυλο, δένδρο πού εὐδοκιμεῖ στόν τόπο μου, καψαλισμένες μάλιστα γιά νά σκληρύνουν. Περιχαρής καί καμαρωτός τήν προσκόμισα καί βεβαίως ἡ δοκιμή τῆς δραστικότητάς της ἔγινε στήν ἁπλωμένη παλάμη μου. Ὡραῖα χρόνια!!).
Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων καί «ἀστόχησα» τό κυρίως θέμα. Τί φταίει καί μιλᾶμε σήμερα, ὄχι γιά κοινωνική μάστιγα, ἀλλά γιά προϊοῦσα ἐξαφάνιση καί ἱστορική εὐθανασία τοῦ πάλαι ποτέ Γένους τῶν Ἑλλήνων, τῆς Ρωμηοσύνης. Ἡ ἀπάντηση, τήν ὁποία βέβαια δέν ἔχουν, γιατί δέν συμμετέχουν στίς κακουχίες καί τήν καθημερινή τρέλα, οἱ πολιτικοί, δόθηκε μέ αὐτά πού προηγήθηκαν. Οἰκογένεια καί σχολεῖο, τά ριζιμιά λιθάρια ἑνός ἔθνους, αὐτά ὀφείλουμε νά ἀναστήσουμε. Ἐπαναλαμβάνω. Τό νῦν κομματικό σύστημα, ὅσο τό στηρίζουμε, διαπράττουμε ἁμαρτία, μέ θεολογικούς ὅρους ἤ χτυπᾶμε καρφιά στό φέρετρο τῆς πατρίδας, μέ κοσμικούς. Θά νομοθετοῦν εἰς βάρος καί τῆς Παιδείας μας καί τῆς οἰκογένειας, συνεπικουρούμενοι ἀπό τήν ἀριστερόμυαλη, ψευτοδιανόηση τῆς τιποτοκρατίας. Τά παιδιά μας θά συνεχίσουν νά ἀποθηριώνονται καί νά ἀγριεύουν, γιατί ἔχει ποινικοποιηθεῖ ἡ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος, γιατί τό φῶς τῆς ἑλληνικῆς παιδείας - «ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζεται» - εἶναι σκοτάδι γιά ἀνθρώπους καί... παλιανθρώπους πού δέν ἔχουν «ἱερό καί ὅσιο».
Εἶμαι «τριάντα καί» χρόνια μάχιμος δάσκαλος. Παρακολουθῶ μέ ἀνείπωτη θλίψη καί ἀγανάκτηση τήν κατρακύλα μας στοῦ «κακοῦ τήν σκάλα». Ἔχουμε κελάρι πατρογονικό γεμάτο καλούδια, τήν ἐξαίσια παράδοσή μας, τήν ἀνθρωποποιό Παιδεία μας, καί ἐμεῖς τρέφουμε καί ἀνατρέφουμε τά παιδιά μας μέ ξυλοκέρατα, μέ «ἄσωτες» γουρουνοτροφές. Τά ἴδια καί μέ τό «ὕπουλο σχολεῖο», τήν τηλεόραση. Ἔχουν ἀνοίξει οἱ ὑπόνομοι καί ξεχύθηκαν οἱ ἀναθυμιάσεις, πού βαπτίζονται «ἀνάλαφρες πρωινές ἤ μεσημεριανές ἤ βραδινές ἐκπομπές». Χαζοχαρούμενοι νεόπλουτοι, μέ ντουζίνα τά διαζύγια, ἀπελέκητα παρδαλοειδή, ἀνισόρροπες «μεσεπόλιες» ὀδαλίσκες, «διδάσκουν» στούς νέους δύο πράγματα, γιά τά ὁποία ἀξίζει καί νά ἐξευτελιστεῖς καί νά χάσεις τήν τιμή σου: χρῆμα καί ἐπωνυμία.
Ὥρα ἠμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι...
Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος-Κιλκίς, Ἰδρυτικός πρόεδρος ΝΙΚΗΣ