Εἰς τὴν Θεοτόκον, «τὴν ἐγκύπτουσαν ὡσεὶ ὄρθρον», εἰς τὴν Κόρην ποὺ σκύβει τὸ πρόσωπόν της ἁπαλά, ὡς ὄρθρος καὶ αὐγὴ χαράζουσα, πρὸς τὸν Υἱόν της
«Λόγε Θεοῦ, τὴν ἐμὴν ἄλογον διάνοιαν λόγωσον» (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Εἰς τὴν Κοίμησιν Β’). «Λόγωσον», δῶσ’μου λόγον ὀρθόν, σωτήριον, δῶσ’μου λόγον πρὸς ὠφέλειαν ὅσων ἀκοῦν. Δῶσ’μου λέξεις ποὺ ἁρμόζουν νὰ ὑμνήσω τὴν ὑπὲρ λόγον Μητέρα Σου. Δῶσ’μου νοῦν καὶ ἀντίληψη νὰ κατανοήσω τὰ ἀκατανόητα ποὺ συμβαίνουν στὴν γῆ, μὲ τὴν Σάρκωσή Σου καὶ στὸν οὐρανό, μὲ τὴν ὑποδοχὴ τῆς Μητρός Σου.
«Εὗρες χάριν ἡ τοὺς πόνους τῆς χάριτος γεωργήσασα» (Εἰς τὴν Κοίμησιν Α’). Τοὺς ἀμετρήτους πόνους, Πανάχραντε Κόρη, καὶ σταυροὺς τῆς οἰκουμένης βαστάζεις καὶ μὲ τὰ χέρια σου ὀργώνεις στὴ γῆ τῶν ἀνθρώπων καὶ βλαστάνει ἡ χάρις, ἡ Ἀλήθεια, ὁ Χριστὸς καὶ Υἱός σου.
Τὴν Κοίμησή σου ἁρμοδίως καὶ χρεωστικῶς ἐξύμνησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Τί παραπάνω μπορῶ νὰ ψελίσω ἐγὼ μὲ τὶς ἀνύπαρκτες δυνάμεις μου; Ἕνα μόνον λαχταρῶ: Νὰ βρισκόμουν κι ἐγὼ στὴν ἀγκαλιά σου, ὅπως ὁ Υἱός σου, ἐκεῖ στὴν εἰκόνα σου τὴν Γλυκοφιλοῦσα, νὰ σ’ἀγκαλιάζω ἁπλώνοντας τὰ χέρια μου γύρω ἀπὸ τὴν πανάχραντον σιωπὴν τοῦ προσώπου σου!
Χριστοκεντρικότητα καὶ ἀνθρωποκεντρικότητα
Ὡς Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ἡ τιμητικὴ προσκύνηση στὴν Θεοτόκο ἔχει πάντοτε χαρακτῆρα Χριστοκεντρικό. Ἡ Παναγία μας πάντοτε προσκυνεῖται τιμητικῶς ὄχι ὡς μητέρα ἁπλῶς, ἀλλὰ ὡς ἡ Μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἑορτάζουμε τὴν Κοίμηση τῆς «ὑπουργοῦ» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως) καὶ Μητέρας τῆς Ἐνανθρωπίσεως. Στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ τιμητικὴ προσκύνηση στὴν Θεοτόκο δὲν ἔχει ποτὲ τὸν χαρακτῆρα μιᾶς λεγομένης ἀπὸ τοὺς λατίνους «Μαριολογίας» ἀφ’ ἑνός, ἡ ὁποία βλέπει τὴν Παρθένο ἀτομοκεντρικῶς, γεμάτη μὲν μὲ θεῖα χαρίσματα, ἀλλὰ ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Υἱόν της καὶ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Οὔτε ἀφ’ ἑτέρου ἀγνοεῖται τὸ πρόσωπό της καὶ ἀκυρώνεται ὑβριστικῶς ἡ προσκύνησή της, ὅπως συμβαίνει στὶς διάφορες προτεσταντικὲς ὁμολογίες.
Καὶ ἐνῶ ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ὁ τόκος τῆς Παρθένου ὑπερβαίνουν τοὺς ὅρους τῆς φύσεως καὶ ἔχουν Χριστοκεντρικὸ χαρακτῆρα, ἡ Κοίμησή της, ἕνα γεγονὸς πανανθρώπινο, εἶναι σαφῶς ἀνθρωποκεντρική, ἀκριβῶς γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ἀληθὴς ἐξ ἀνθρωπίνης φύσεως Σάρκωση τοῦ Λόγου (ἅγ. Γερμανός Κων/πόλεως). Ὡστόσο, στὴν μετάσταση τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀποτυπώνεται στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς τὸ μέγα γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Κοίμησή της, ἐπανέρχεται ἡ Χριστοκεντρικότητα. Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἄκτιστη χάρις Του διενεργοῦν τὴν μετάσταση, γιὰ νὰ γίνει σαφὴς ἡ «ἅρμοσις» τοῦ θείου θελήματος καὶ τῆς ἀνθρώπινης συνέργειας στὸ πρόσωπο τῆς Μητρός Του. Αὐτὰ κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἀκολουθοῦμε τοὺς λόγους, τοὺς τρόπους καὶ τὴν διδασκαλία τους.
Ὁ θάνατος καὶ ἡ Ζωὴ
Ὁ θάνατος, καὶ μόνον στὴν θέα τῆς Θεοτόκου, ἐδειλίασε (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Γιατί; Διότι, ἀφοῦ πρῶτα προσέβαλε καὶ χτύπησε τὸν Υἱόν της καὶ ἔπαθε καὶ ἔμαθε ἀπὸ ὅ,τι ἔπαθε, ―ὁ παθὸς καὶ μαθός―, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐμπειρία, ἔβαλε μυαλό, ἐσωφρονίσθη. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ὁ θάνατος γιὰ ἐμᾶς εἶναι μόνο ἕνα σύντομο πέρασμα ἐκ τῆς παρούσας ζωῆς, στὴν ὁποία βρισκόμαστε κοιμώμενοι ὑπὸ τὸν μανδραγόρα τῶν μεριμνῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὴν Ζωήν, στὴν ὁποία παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ὁδηγήσει ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς. Πράγματι, ἡ κραιπάλη τῆς ἁμαρτίας μᾶς βαραίνει τὸν νοῦν καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ θανατερό, σκοτεινὸ καὶ αἰώνιο ὕπνο (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Ἱκετεύουμε τὴν Ἀειπάρθενον Μητέρα τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Ἀληθείας νὰ μεσιτεύει διαρκῶς πρὸς τὸν Υἱόν της, γιὰ νὰ μᾶς χαριστεῖ τὸ ποθητὸ ξύπνημα, ἡ ἐγρήγορση τῆς μετανοίας, τοῦ ἀγῶνα καὶ τῆς καθάρσεως, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου σωτηρίας καὶ θέας τοῦ Υἱοῦ της.
Ἡ ἱκεσία
«Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν ἡ ἡμετέρα παράκλησις, τὸ μόνον ἐπὶ γῆς ἡμῶν παραμύθιον» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Γένοιτο!
Δημοκρατικὸ Πατριωτικὸ Κίνημα «ΝΙΚΗ» - Θεματικὴ Ὁμάδα Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ