Δημοκρατικό Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα
_large.jpg)
Συνομιλίες Trump – Putin για την Ουκρανία: «Όταν τα βουβάλια δεν μαλώνουν και πάλι τα βατράχια κινδυνεύουν»
Ο περίφημος ισχυρισμός για την “σωστή πλευρά της ιστορίας” που υποτίθεται ότι θα έπρεπε απαρέγκλιτα να ασπαστούν οι χώρες της Δύσης αναφορικά με τον πόλεμο της Ουκρανίας φαίνεται ότι πλέον καταρρέει με κρότο.
Η είδηση ότι ο Donald Trump φαίνεται να συμφώνησε με τον Πούτιν για την έναρξη διαπραγματεύσεων για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η ηγεσία της ΕΕ – η οποία στήριξε αναφανδόν το δόγμα Μπάιντεν – στην καλύτερη περίπτωση μένει πλέον θεατής των εξελίξεων. Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι τα «βουβάλια», ΗΠΑ και Ρωσία, αποφάσισαν να συζητήσουν πραγματικά και να βρουν μια κοινά αποδεκτή και συμφέρουσα και για τους δύο λύση και η οποία εξέλιξη κάνει την ηγετική ομάδα της Ευρώπης να μοιάζει πιο μικρή και από τα βατράχια που συνηθίζουν να μαζεύονται στις λίμνες όταν τα βουβάλια μαλώνουν.
Για να γίνουμε σαφέστεροι αξίζει απλώς να επισημάνουμε το προ ολίγων ημερών ρεπορτάζ του Bloomberg που ανάφερε ότι το κόστος της ειρήνης στην Ουκρανία θα ανέλθει στα 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη της ειρηνευτικής συμφωνίας ημέρα, με αφορμή την συνομιλία μεταξύ του Αμερικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου ομόλογού του Βλαντίμιρ Πούτιν και την συμφωνία τους για έναρξη διαπραγματεύσεων για το τέλος του πολέμου.Σύμφωνα με το αμερικανικό μέσο ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του οικονομικού βάρους στις ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που θα μπορούσε να έχει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ήδη αρχίζει να διαμηνύει στους ηγέτες της ΕΕ τι πρέπει να κάνουν αν θέλουν να διασφαλίσουν την ειρήνη στην Ουκρανία. Ωστόσο οι απαιτήσεις του είναι τέτοιες που εκτιμάται μπορεί να ωθήσουν τις ευρωπαϊκές ηγεσίες στα όρια τους.
Άρα πέρα από τις προφανείς πολιτικές προεκτάσεις του θέματος που θα αναδείξουν την Ουκρανία και τον Ζελένσκι σαν τους «χρήσιμους ηλίθιους» της Ιστορίας, η εξέλιξη της προσέγγισης ΗΠΑ – Ρωσίας θα έχει και ένα τεράστιο οικονομικό κόστος για την οικονομία της Ευρώπης.
Μέσα σε όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση διάλεξε τα προηγούμενα χρόνια να ταυτιστεί τόσο καθοριστικά με τα δυτικά συμφέροντα που κατάφερε να σπάσει ιστορικούς δεσμούς αιώνων με την Ρωσία. Μπορεί η Ελλάδα να μην βρέθηκε ποτέ στην σφαίρα επιρροής της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και της Ρωσικής Δημοκρατίας αργότερα, πάντοτε όμως αυτοί οι ιστορικοί πνευματικοί και θρησκευτικοί δεσμοί κρατούσαν τις σχέσεις Ελλάδας και Ρωσίας ενεργές. Η μονομέρεια όμως που τήρησε και μάλιστα με τόσο έντονο τρόπο ο Έλληνας Πρωθυπουργός τα τελευταία χρόνια στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ενέταξε της χώρα μας στις χώρες που προχωρούν σε εχθρικές ενέργειες προς την Ρωσία. Θυμίζουμε ότι η Ρωσική κυβέρνηση ενέκρινε πριν 2 χρόνια κατάλογο χωρών «που προβαίνουν σε εχθρικές ενέργειες εναντίον της Ρωσίας, των εταιρειών της και των πολιτών της» μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Η λίστα περιλαμβάνει όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, μαζί και την Ελλάδα.
Από το «ανήκωμεν εις την Δύση» μέχρι την εξέλιξη αυτή, όλοι αντιλαμβάνονται ότι έχει δημιουργηθεί ένα χάος. Αυτή λοιπόν η χαοτική πολιτική που ακολούθησε η ΕΕ τα προηγούμενα χρόνια στον πόλεμο της Ρωσίας όχι απλώς υιοθετήθηκε από τον κ. Μητσοτάκη, αλλά ο ίδιος επέλεξε με φανατισμό να την υπερασπίζεται στα διεθνή φόρα. Αποτέλεσμα της επιλογής του αυτής είναι η Ελλάδα να βρίσκεται σήμερα μαζί με τις υπόλοιπές χώρες της ΕΕ στη θέση του θεατή των εξελίξεων τη στιγμή που μια άλλη εξωτερική πολιτική που χαράσσεται πλέον από τον Πρόεδρο Τραμπ αφήνει εκτεθειμένους όλους εκείνους που μυωπικά υποστήριξαν με τόσο πάθος την αντιρωσική ρητορική εδώ και χρόνια.
Θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε εν μέρει την επιλογή Μητσοτάκη να ταχθεί με τη πολιτική της ΕΕ στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας κατά της Ρωσίας, αν η χώρας μας λάμβανε σοβαρά αντισταθμιστικά οφέλη, πολιτικά και οικονομικά, κάτι που δεν έγινε με ευθύνη της κυβέρνησης.
Στο οικονομικό σκέλος, θα έπρεπε η Ελλάδα να διεκδικήσει αποζημιώσεις για τις οικονομικές ζημιές που υπέστη ο αγροτικός μας τομέας από την ακύρωση εξαγωγών προς την Ρωσία. Είναι γνωστό ότι μεγάλος όγκος της παραγωγής μας σε Ροδάκινα και άλλων φρούτων πήγαινε στις ρωσικές αγορές.
Περιοχές όπως η Χαλκιδική έχασαν μεγάλο αριθμό τουριστών από την Ρωσία, προκαλώντας πλήγμα στην οικονομία της Βόρειας Ελλάδας. Ως γνωστό σε αυτές τις περιοχές η τουριστική βιομηχανία μας εξαρτάται από τις βαλκανικές χώρες και την Ρωσία.
Ενώ η αμυντική βιομηχανία αρκετών ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανίας, Γαλλίας, Πολωνίας κ.α.) ωφελήθηκαν σημαντικά από την αυξημένη ζήτηση όπλων και πυρομαχικών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι διαθέτει εγχώρια αμυντική βιομηχανία (ΕΑΣ, ΕΑΒ, ELVO κ.λπ.), φαίνεται πως δεν έχει εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία και δεν έλαβε καμιά παραγγελία.
Ήταν ευκαιρία για στρατηγικές συνεργασίες και επενδύσεις στην αμυντική μας βιομηχανία που δυστυχώς χάθηκε. Ταυτόχρονα δεν πετύχαμε μια ενεργή συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα άμυνας που θα μπορούσε να αποτελέσει λύση για την αμυντική μας βιομηχανία με μακροχρόνιο ορίζοντα.
Παραδώσαμε όπλα και πυρομαχικά σοβιετικής προέλευσης, που οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την χρησιμότητά τους, χωρίς να λάβουμε νέο σύγχρονο εξοπλισμό, εκτός από μερικά ελαφρά τεθωρακισμένα από την Γερμανία.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, η χώρα μας δεν κατάφερε να λάβει ούτε κατ’ ελάχιστο εγγυήσεις ασφαλείας απέναντι στην αναθεωρητική Τουρκία, ενώ εδώ και τρία χρόνια γίνεται πόλεμος στην γειτονιά της ΕΕ.
Είναι πλέον προφανές ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος διαπραγματεύεται μόνος του με τις χώρες ενδιαφέροντος των ΗΠΑ και αφήνει στην άκρη τα πολιτικά τσιράκια της πολιτικής Μπάιντεν, δηλαδή τις πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ. Χρόνια τώρα υποστηρίζαμε ότι αυτή η μονόπλευρη εξωτερική πολιτική του κ. Μητσοτάκη θα μας εκθέσει. Τώρα απλώς επιβεβαιώνονται οι φόβοι και οι απόψεις μας. Άλλωστε τα υπό εξέλιξη γεγονότα δεν αφήνουν πλέον καμία αμφιβολία ότι τα αφηγήματα περί “σωστής πλευράς της Ιστορίας” μπορεί να ανατραπούν στη διάρκεια ενός απλού τηλεφωνήματος ανάμεσα σε εκείνους που έχουν την ισχύ να διαμορφώνουν πραγματικά το ιστορικό Παρόν.
Και έπεται και συνέχεια, η οποία μάλλον απογυμνώσει τις πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ για τις λανθασμένες επιλογές της.